Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

από μικρά μου

  • 1 νύχι

    τό
    1) ноготь; коготь; 2) копыто;

    § νύχι καί κρέας — водой не разольёшь;

    (περπατάω στα νύχια — ходить на цыпочках;

    στα νύχια στέκω — стоять на задних лапках (перед кем-л.);

    από μικρά μου νύχια — с молодых лет, с молодых ногтей;

    απ' την κορφή ως τα νύχια — с головы до ног;

    μην πέσεις στα νύχια μου! — не попадайся мне в руки!;

    δεν έχει νύχιο να ξυστεί — он беден как церковная крыса

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νύχι

  • 2 μικρός/

    η, ό [ά, όν ] 1.
    1) маленький, малый, небольшой;

    μικρο χωριό — маленькая деревня;

    μικρό διάστημα χρόνου — небольшой промежуток времени;

    μικρός/ πονόδοντος — слабая зубная боль;

    μικρά έξοδα — мелкие расходы;

    μικρού μεγέθους — или μικρου όγκου — малогабаритный;

    2) маленький, меньший, младший (по возрасту);

    μικρες τάξεις — младшие классы;

    θυμδσαι όταν είμαστε μικροί; — ты помнишь, когда мы были маленькими?;

    είσαι μικρός/ ακόμα — ты мал ещё;

    είσαι πολύ μικρός/ γιά να... — ты ещё слишком мал, чтобы...;

    από μικρό παιδί — с малых лет, с детства;

    από τα μικρά μου χρόνια — с малых лет;

    3) мелкий, незначительный; несерьёзный;

    μικρης σημασίας — маловажный;

    μικρής αξίας — малоценный;

    μικρός/ άνθρωπος — а) маленький, незначительный человек; — б) мелкая душа (о человеке);

    § μικρές ώρες — ночные часы после двенадцати;

    μικρή ταχύτητα — ж.-д. малая скорость;

    μικρ, αλλά θαυματουργός — мал, да удал;

    μικροί και μεγάλοι — от мала до велика;

    ο ένας πιο μικρός/ απ' τον άλλον — один меньше другого, мал мала меньше;

    μικρόν κατά μικρόν — мало-помалу;

    μετά μικρόν — вскоре;

    προ μικρού — недавно;

    μικρού δείν — без малого...; — едва не..., чуть было не...;

    2. (о, η, τό) маленький мальчик;

    η μικρή — маленькая девочка;

    τό μικρό — ребёнок, малышка;

    3. (ο, η) мальчик (девочка) на побегушках, бой, слуга

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μικρός/

  • 3 χρόνια

    τα (πλ. от χρόνος) года, годы, лета;

    τα πολλά χρόνια — многие, долгие годы;

    παιδικά χρόν. — детские годы;

    τα χρόνια είκοσι — двадцатые годы;

    πόσω[ν] χρόνώ[ν] είσαι; — сколько тебе лет?;

    είμαι είκοσι χρόνώ[ν] — мне двадцать лет;

    από τα μικρά χρόνια — с юных лет;

    όλα ( — или σ'ύλα) τα χρόνια — во все времени;

    στα χρόνια μου — в мой годы;

    τρία χρόνια πρίν — три года тому назад;

    § χρόνια πολλά — долгих лет жизни;

    χρόνια έχω να... — давно не...;

    από χρόνια — давно;

    τα χρόνια φέρνουν τα φρόνια — посл, благоразумие приводит с годами;

    εκατό χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει посл, горбатого могила исправит

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χρόνια

См. также в других словарях:

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»